Ο Αϊδωνεύς, που ταυτίζεται με τον Πλούτωνα, τον θεό του Κάτω Κόσμου και αδελφό του Δία, βλέποντας την πανέμορφη Περσεφόνη να παίζει αμέριμνη σε ένα λιβάδι, συντροφιά με τις κόρες του Ωκεανού, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά και την αθωότητά της, την ώρα που εκείνη σκύβει για να κόψει ένα λουλούδι, σκίζει τη γη επάνω στο χρυσό του άρμα με τα αθάνατα άλογα, την αρπάζει, ενώ εκείνη αντιστέκεται με θρήνους και οδυρμούς, και την οδηγεί στο βασίλειό του.
Η μητέρα της, η Δήμητρα, που άκουσε τις φωνές της, περίλυπη περιπλανιέται στη γη για εννέα ημέρες και την αναζητά. Ήταν τόσο πικραμένη που «ούτε την αμβροσία ήθελε ούτε το γλυκό ποτό, το νέκταρ, το έβαλε στο στόμα της και ούτε λουτρό επήρε».
Τη δέκατη ημέρα, μόλις έμαθε την αλήθεια από τον Ήλιο, θυμωμένη με τον Δία, εγκαταλείπει τον Όλυμπο και περιδιαβαίνει τις πόλεις και τα χωράφια των ανθρώπων.
Μεταμφιεσμένη σε γριά γυναίκα έφτασε στην πόλη της Ελευσίνας. Στο πηγάδι που κάθισε να ξαποστάσει συναντά τις κόρες του άρχοντα της πόλης, του Κελεού, οι οποίες τη μεταφέρουν στο παλάτι και την περιποιούνται. Για να την κάνουν να ευθυμήσει, της προσφέρουν κόκκινο κρασί, το οποίο εκείνη αρνείται να πιει και παρακαλεί να της φτιάξουν ένα ποτό από κριθάλευρο ανακατεμένο με νερό και λεπτό φλισκούνι, τον «κυκεώνα», με το οποίο σταματάει τη νηστεία της.
Στη συνέχεια, για να ανταποδώσει τη φιλοξενία γίνεται τροφός του βασιλικού βρέφους, του Δημοφώντα, και αποφασίζει να κάνει το βρέφος αθάνατο περνώντας το επάνω από τη φωτιά για να κάψει τα θνητά του στοιχεία. Θα προκαλέσει όμως την έντονη αντίδραση της μητέρας του, της βασίλισσας Μετάνειρας, που δεν γνωρίζει τον σκοπό της, και έτσι θα αναγκαστεί να αποκαλύψει τη θεϊκή της ταυτότητα με τα εξής λόγια: «Εγώ, λοιπόν, είμαι η τιμημένη Δήμητρα, αυτή που προσφέρει τροφή και χαρά σε αθανάτους και θνητούς». Ως θεά Δήμητρα δίνει εντολή στον βασιλιά και στους Ελευσίνιους να της κτίσουν ναό και βωμό «έξω από την πόλη σας και τα ψηλά της τείχη, στον λόφο που υψώνεται επάνω από το Καλλίχορον φρέαρ». Σε αυτόν τον ναό, που αμέσως θα κατασκευάσει ο Κελεός, θα κλειστεί, αποφασισμένη να μην αφήσει τη γη να βλαστήσει μέχρι να ξαναδεί την αγαπημένη της κόρη. Ο Δίας, ο βασιλιάς θεών και ανθρώπων, προστάζει τον Πλούτωνα να αφήσει την Περσεφόνη να ανέβει στον Επάνω Κόσμο. Αυτός όμως της προσφέρει να φάει ρόδι, σύμβολο γάμου. Έτσι η Κόρη θα ζει τους οκτώ μήνες του χρόνου μαζί με τη μητέρα της στη γη και τους υπόλοιπους με τον σύζυγό της στο βασίλειο του Άδη.
Έπειτα από αυτό, πριν φύγει για τον Όλυμπο, χαρούμενη πλέον, η θεά Δήμητρα ξανακάνει τη γη να φυτρώσει και διδάσκει στους Ελευσίνιους την καλλιέργειά της για να τη διδάξουν, με τη σειρά τους, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τους μαθαίνει, επίσης, να την τιμούν με λατρευτικές τελετές που είναι μυστηριακές και στις οποίες οι συμμετέχοντες θα γίνονται ευτυχισμένοι και ολοκληρωμένοι με τον όρο, όμως, να μην αποκαλύψουν ποτέ το περιεχόμενό τους.
Αυτή η λατρεία έγινε γνωστή ως Μυστήρια της θεάς Δήμητρας και καθώς οι τελετουργίες γίνονταν στην Ελευσίνα ονομάστηκαν Ελευσίνια Μυστήρια. Μία τοπική, λοιπόν, λατρεία, περιορισμένη αρχικά στα μέλη μιας οικογένειας ή ενός γένους, σταδιακά εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά αυτά όρια. Η προσάρτηση της πόλης της Ελευσίνας στο ισχυρό κράτος της Αθήνας, κατά τους ιστορικούς χρόνους, οδήγησε στην εξέλιξη της λατρείας σε έναν πανελλήνιο θρησκευτικό θεσμό με ενοποιητική δύναμη και ισχυρή επιρροή, ο οποίος στους ρωμαϊκούς χρόνους απέκτησε καθολικό κύρος.