Church of the Metamorphosi Sotira (Christos), Eleonas, Municipality of Megara
Ο Ι. Ναός Μεταμορφώσεως Σωτήρος, στον Ελαιώνα των Μεγάρων, γνωστός στην τοπική κοινωνία ως «Χριστός», είναι ο σημαντικότερος και καλύτερα διατηρημενος βυζαντινός ναός στην ευρύτερη περιοχή της πόλης των Μεγάρων. Βρίσκεται περίπου 3 χλμ. βόρεια της πόλης και αποτελούσε πάντοτε ένα από τα πλέον σημαντικά και προβεβλημένα τοπόσημα της περιοχής και διαχρονικό καταφύγιο της ευλάβειας των πιστών, όπως μαρτυρεί η πληθώρα αφιερωματικών χαραγμάτων στο εξωτερικό και στο εσωτερικό του μνημείου.
Ο ναός ανήκει στον τύπο του απλού τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου, με οκταγωνικό τρούλο αθηναϊκού τύπου και χρονολογείται στο 12ο αι.. Έχει διαστάσεις 8,40 Χ 7,80 μ. και ύψος 5,70 μ., χωρίς τον τρούλο. Στα ανατολικά φέρει τρίπλευρη εξωτερικά αψίδα Ιερού και κόγχη Πρόθεσης, ενώ χαρακτηριστική είναι η απουσία κόγχης Διακονικού. Στα δυτικά υπήρχε καμαροσκεπής νάρθηκας, εγκάρσιος προς τον άξονα Α-Δ, από τον οποίο σήμερα σώζονται μόνο ελάχιστα λείψανα της θεμελίωσης και η γένεση της καμάρας στην εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου.
Η τοιχοποιία του ναού ακολουθεί το ισόδομο σύστημα, χωρίς να είναι αυστηρά κανονική, με κύριο υλικό τον εγχώριο κογχυλιάτη λίθο σε οριζόντιες στρώσεις, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται κατά τόπους μικρές πλίνθοι, όπως και στους κάθετους αρμούς. Οι γωνίες του κτηρίου ενισχύονται με μεγάλους λίθους και μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση.
Ο αθηναϊκού τύπου οκταγωνικός τρούλος είναι κατασκευασμένος από ισόδομα τοποθετημένους λαξευμένους λίθους, με οκτώ πώρινους κιονίσκους στις κάθετες ακμές των πλευρών, οι οποίοι στο άνω τμήμα συνδέονται με πώρινο λοξότμητο τοξωτό γείσο, διαμορφώνοντας κυματοειδή την απόληξη της κεραμοσκεπής. Στις ενώσεις των τοξοτών γείσων υπήρχαν λίθινες υδρορροές, από τις οποίες σήμερα σώζονται μόνο τέσσερις. Και στις οκτώ πλευρές του τρούλου ανοίγονται μακρόστενα μονόλοβα παράθυρα, τα οποία και διασφαλίζουν το φωτισμό του εσωτερικού του ναού.
Η είσοδος στο εσωτερικό γίνεται από δύο θύρες, εκ των οποίων μία στα δυτικά, η οποία έγινε εξωτερική μετά την κατακρήμνιση του νάρθηκα, και μία στα νότια, που αποτελεί και την κύρια είσοδο στο ναό, επάνω από την οποία διαμορφώνεται κογχάριο που επιστέφεται με ανακουφιστικό τόξο.
Το εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο με αξιόλογες τοιχογραφίες, έργο άγνωστου τοπικού εργαστηρίου. Η χρονολόγηση των τοιχογραφιών αρχικά τοποθετήθηκε στα όρια του 12ου και 13ου αι., επειδή το μεγαλύτερο μέρος των παραστάσεων εκφράζει μια συντηρητική τάση. Αργότερα συγκριτικές μελέτες τοποθέτησαν τη ζωγραφική, με βάση τεχνοτροπικά και εικονογραφικά στοιχεία, στο 13ο αι., άποψη που είναι και η επικρατέστερη.
Τα θέματα επιλέγονται από το συνήθη εικονογραφικό κύκλο που απαντάται στους ναούς της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η παρουσίασή τους ακολουθεί τα καθιερωμένα εικονογραφικά σχήματα της εποχής και η τοποθέτησή τους γίνεται με αρκετή συνέπεια και συμμετρία.
Στον τρούλο εικονίζεται ο Παντοκράτορας ένθρονος και χαμηλότερα η Θεοτόκος δυτικά, ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος ανατολικά και δύο στηθαίοι Αρχάγγελοι βόρεια και νότια, σε μετάλλια, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται τέσσερις σεβίζοντες άγγελοι, ενώ στα σφαιρικά τρίγωνα σώζονται κατάλοιπα παραστάσεων των τεσσάρων Ευαγγελιστών.
Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού εικονίζεται η Πλατυτέρα, η οποία διατηρείται αποσπασματικά, και στον ημικύλινδρο τέσσερις Ιεράρχες, στην Πρόθεση παριστάνεται ο Ιησούς Εμμανουήλ στην καμάρα, η Φιλοξενία του Αβραάμ στο βόρειο τοίχο και η Θυσία του Αβραάμ στον ανατολικό τοίχο, ενώ στο Διακονικό σκηνές από τη ζωή του Αγ. Νικολάου.
Το νοτιοδυτικό διαμέρισμα είναι αφιερωμένο στον κύκλο του Πάθους του Χριστού, με παραστάσεις της Προδοσίας, του Ελκόμενου, του Ιησού προ του Πιλάτου, της άρνησης του Πέτρου, του Μυστικού Δείπνου κ.α., το βορειοδυτικό στο Μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου, όπου και η αξιόλογης τέχνης παράσταση του Αγίου Γεωργίου έφιππου δρακοντοκτόνου στο βόρειο τοίχο, ενώ στις υπόλοιπες επιφάνειες εικονίζονται ευαγγελικές σκηνές και ολόσωμοι Άγιοι.
Τέλος, ελάχιστα κατάλοιπα τοιχογραφιών σώζονται στη δυτική, εξωτερική όψη του ναού, οι οποίες κοσμούσαν τον κατεστραμμένο σήμερα νάρθηκα. Μεταξύ αυτών διατηρείται ακόμη, με αποχρωματισμένη τη ζωγραφική επιφάνεια, τοιχογραφία της Αγίας Άννης και άγνωστης αγίας, αμέσως βόρεια της θύρας.
Ο ναός υπέστη σοβαρές ζημιές από τη σεισμική δραστηριότητα των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αι., οι περιορισμένες ωστόσο πιστώσεις δεν επέτρεψαν παρά μόνο την εφαρμογή, περίπου μία δεκαετία αργότερα, άμεσων μέτρων προστασίας του τοιχογραφικού διακόσμου και την περιμετρική περίδεση του ναού από την τότε αρμόδια 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Οι συγκεκριμένες επεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 2008 και 2009 και χάρη σε αυτές αποφεύχθηκε η περαιτέρω επιδείνωση της στατικής κατάστασης του μνημείου.
Η αποκατάσταση του ναού κατέστη τελικά δυνατή μετά την ένταξη του αναστηλωτικού έργου στο ΕΣΠΑ 2007-2013 και πραγματοποιήθηκε από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του ΥΠ.ΠΟ.Α., από το 2014 έως το 2016, «αναζωογονώντας» το μνημείο και αναβιώνοντας την ανάμνηση της παλιάς του αίγλης.
3501